- μαργαριταρόρριζα
- και μαργαρόρριζα, η (Μ μαργαριτόρριζα)μάργαρος, σεντέφι, αλλ. μαργαροκόγχη («ανάμεσα στα συντεφένια θάμπη τής μαργαριταρόρριζας κοιμάται η Μούσα», Γρυπάρης).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαργαριτάρι + ῥίζα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάργαρο — το (Α μάργαρον) μαργαριτάρι νεοελλ. μαργαριταρόρριζα, μάργαρος, σεντέφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μαργαρίτης με απλοποίηση (αποβολή) τού επιθήματος ίτης] … Dictionary of Greek
μάργαρος — ο και η (AM μάργαρος) 1. όστρακο το οποίο περιέχει μαργαριτάρι 2. συνεκδ. μαργαριτάρι («ἐφόρεσε καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων», Διήγ. Αχιλλ.) νεοελλ. σκληρή, λευκή, στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία η οποία καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια… … Dictionary of Greek
μαργαριτόρριζα — μαργαριτόρριζα, ἡ (Μ) βλ. μαργαριταρόρριζα … Dictionary of Greek
μαργαροκόγχη — η μαργαριταρόρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργαρο + κόγχη] … Dictionary of Greek
μαργαρόρριζα — η βλ. μαργαριταρόρριζα … Dictionary of Greek